-
1 часы
1. (прибор для определения времени в пределах суток) το ωρολόγιο, разг. το ρολόιкварцевые - χαλαζία, разг. - κουάρτςпесочные - η κλεψύδρα, το αμμόμετρο2. (вре-мя) οι ώρεςприёмные - ακρόασης/λειτουρ-γίας3. астр. о αστερισμός Ωρολόγιον.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > часы
-
2 часы
часымн. τό ρολό(γ)ι, τό ὠρολόγι[ον]:ручные \часы τό ρολόϊ τοῦ χεριοῦ· карманные \часы τό ρολόϊ τής τσέπης· стенные \часы τό ὠρολόγι τοῦ τοίχου· настольные \часы τό ἐπιτραπέζιο[ν] ὠρολόγι[ον]· \часы с боем τό ὠρολόγι[ον] μέ καμπάνα· песочные \часы ἡ κλεψύδρα, τό ἀμμωτό[ν], τό ἀμμόμε-τρο[ν]· солнечные \часы τό ἡλιακόν ὠρολό-γιον электрические \часы τό ἡλεκτρικά ὠρολόγι· заводить \часы κουρντίζω τό ὠρο-λόγι· \часы спешат τό ὠρολόγι πηγαίνει μπροστά· \часы отстают τό ὠρολόγι πηγαίνει πίσω· \часы идут точно τό ὠρολόγι πάει καλά· ◊ как \часыы (работать) μέ ἀκρίβεια δευτερολέπτου. -
3 часы
-ов πλθ. ωρολόγι•золотые часы χρυσό ωρολόγι•
карманные часы ωρολόγι της τσέπης•
ручные часы ωρολόγι του χεριού•
стенные часы ωρολόγι του τοίχου•
производство -ов παραγωγή ωρολογιών.
εκφρ.как часы – σαν το ωρολόγι (ακρίβεια, ακριβώς• κανονικότατα).